- ἀκαμπία
- ἀκαμπ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A = ἀκαμψία, Hp.Art.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαμπία — ἀκαμπία (και ιων. ίη), η (Α) η ακαμψία* … Dictionary of Greek
ἀκαμπίας — ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem acc pl ἀκαμπίᾱς , ἀκαμπία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμπίην — ἀκαμπία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)